ἐπαναπαύω

ἐπαναπαύω
ἐπανα-παύω,
A rest upon, τῇ λαβῇ τοῦ ξίφους τὴν χεῖρα Procop.Gaz.p.170B., cf. Ael.NA5.56:— [voice] Med. ([tense] fut. -παύσομαι, later -παήσομαι v.l. in Ev.Luc.10.6), rest upon,

ταῖς χερσί J.AJ8.3.6

, Hdn.2.1.2; rest in or upon,

τινί LXX 1 Ma.8.12

; rest one's hopes on,

νόμῳ Ep.Rom.2.17

; rest content with, rely on,

ταῖς παλαιαῖς ἀποβάσεσιν Artem.4.65

;

τῇ ἐφημέρῳ τροφῇ Trypho Trop.p.194

S.;

ταῖς διωρισμέναις ἐννοίαις Dam.Pr.37

: in Logic, to be based on, ὁ δεύτερος συλλογισμὸς ἐ. τῇ ἐννοίᾳ τοῦ ἑνός ib.321.
II [voice] Med., come to rest, of a machine, HeroAut.24.4: metaph., ἐ. ἔν τινι come to rest in, Iamb.Comm.Math.8; ἐπαναπαύσεται ἐπ' αὐτὸν (sc. τὸν οἶκον)

ἡ εἰρήνη ὑμῶν Ev.Luc.10.6

;

ἐπανεπαύσατο ἐπ' αὐτοῖς πνεῦμα LXX Nu.11.26

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπαναπαύω — ἐπαναπαύομαι pres subj act 1st sg ἐπαναπαύομαι pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επανάπαυσις — ἐπανάπαυσις, η (AM) [επαναπαύω] εφησυχασμός, απαλλαγή από κάθε φροντίδα ή ανησυχία μσν. παροχή αναπαύσεως, ανακουφίσεως, ησυχίας αρχ. 1. κατάβαση 2. καταγωγή …   Dictionary of Greek

  • επανα- — ἐπανα και ἐπαν (AM) μσν. νεοελλ. Α συνθετικό λέξεων που σημαίνουν: α) επανάληψη τής έννοιας τού Β συνθετικού («επαναλαμβάνω, επαναλέγω» κ.λπ.) β) για δεύτερη φορά, ξανά, πίσω («επανέρχομαι, επανακάμπτω» κ.λπ.) γ) επάνω («επανασύρω», σύρω επάνω… …   Dictionary of Greek

  • επαναπαύομαι — (AM ἐπαναπαύω και ἐπαναπαύομαι) μέσ. βασίζομαι, στηρίζω τις ελπίδες μου («επαναπαύεται στις υποσχέσεις τού υπουργού») νεοελλ. 1. εφησυχάζω, απαλλάσσομαι από κάθε μέριμνα ή ανησυχία 2. τό ρίχνω έξω (επειδή στηρίζομαι σε άλλους) μσν. ενεργ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • επαναπαύομαι — επαναπαύτηκα, επαναπαυμένος, αμτβ. 1. αναπαύομαι σε κάτι, εφησυχάζω: Επαναπαύεται στις προηγούμενες επιτυχίες του. 2. στηρίζομαι, βασίζομαι σε κάτι, έχω εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι: Μην επαναπαύεσαι σ ό,τι σουυποσχέθηκε. 3. απλώς είμαι ήσυχος, δε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”